- ομοφυλόφιλος
- -η, -οαυτός που επιθυμεί ή πετυχαίνει ερωτική απόλαυση με άτομο του ίδιου φύλου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ομοφυλόφιλος — η, ο αυτός που αισθάνεται σεξουαλική έλξη προς άτομο τού ίδιου φύλου και συνάπτει ερωτικές σχέσεις μαζί του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομόφυλος + φιλος (< φίλος), πρβλ. υγρό φιλος] … Dictionary of Greek
αδελφός — ο (Α ἀδελφός) (και επίθ. ός, ή, ό(ν), Ν και αδερφός) Ι. ουσ. 1. αυτός που έχει με κάποιον άλλο την ίδια μητέρα 2. αυτός που έχει κοινούς και τους δύο γονείς με κάποιον άλλο ή κοινό τον ένα μόνο από αυτούς 3. αυτός που ανήκει στο ίδιο έθνος ή στην … Dictionary of Greek
κίναιδος — ο (ΑΜ κίναιδος) ο άντρας που συνουσιάζεται με άντρα, ο παθητικός ομοφυλόφιλος, πούστης || (μσν. αρχ.) αισχρός και ανήθικος άνθρωπος («κίναιδος, ασελγής, μαλακός», Φώτ.) αρχ. 1. είδος θαλάσσιου ψαριού 2. κιναίδιον* 3. είδος πολύτιμου λίθου 4. στον … Dictionary of Greek
κολομπαράς — και κωλομπαράς, ο παιδεραστής, ενεργητικός ομοφυλόφιλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kulampara. Ο τ. κωλομπαράς με παρετυμολογική επίδραση τού κώλος] … Dictionary of Greek
ομοφυλοφιλία — Κατάσταση ατόμων, τα οποία εμφανίζουν γενετήσια έλξη μόνο για άτομα του ίδιου με αυτά φύλου. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1869 από κάποιον Γερμανό γιατρό γνωστό με το ψευδώνυμο Κέρτμπενυ και, στην κυριολεξία, σημαίνει τη γενετήσια… … Dictionary of Greek
ομοφυλοφιλικός — ή, ό [ομοφυλόφιλος] σχετικός με την ομοφυλοφιλία («ομοφυλοφιλικές σχέσεις») … Dictionary of Greek
παθητικός — ή, ό (ΑΜ παθητικός, ή, όν) [παθητός] 1. αυτός που υφίσταται αδιαμαρτύρητα τα αποτελέσματα τών ενεργειών κάποιου άλλου («παθητική στάση») 2. ο γεμάτος πάθος, συγκίνηση ή αυτός που προκαλεί συγκίνηση («παθητική μελωδία») 3. γραμμ. αυτός που δηλώνει … Dictionary of Greek
πούστης — ο, Ν 1. παθητικός ομοφυλόφιλος, κίναιδος 2. (κατ επέκτ.) αισχρός, ξεδιάντροπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. puşt] … Dictionary of Greek
πόρνος — ο, ΝΜΑ 1. άνδρας που προσφέρει το σώμα του για σαρκική απόλαυση έναντι χρηματικής αμοιβής, κίναιδος, πούστης 2. ακόλαστος, ασελγής, ανήθικος, διεφθαρμένος αρχ. 1. ο ενεργητικώς ομοφυλόφιλος 2. ειδωλολάτρης νεοελλ. 3. (για γυναίκα, με επιτατ.… … Dictionary of Greek
σοδομιστής — ο, Ν ομοφυλόφιλος, ιδίως ο παιδεραστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < σοδομία + ιστής*] … Dictionary of Greek